-
1 ναυτικός
ναυτικός, das Schiff oder den Schiffer betreffend; πάντα ναυτικὸν λεών, das Schiffsvolk, Aesch. Pers. 375; στρατός, 714 Ag. 620; ναυτικῶν τ' ἐρειπίων, Schiffstrümmer, 646, wie Eur. Hel. 1086; τὸ ναυτικὸν στράτευμα, I. A. 914; Soph. Phil. 58; ἐπὶ σκηναῖς ναυτικαῖς, Ai. 3; auch ναυτικὰ σκάφη, Schiffe, 1257; ναυτικὴ ἀναρχία, = ναυτῶν, Eur. Hec. 607; ἡ ναυτική, sc. τέχνη, Schifffahrtskunde, Her. 8, 1, wie ναυτικὴ ἐπιστήμη, Plat. Legg. I, 638 a; ναυτικὸς στρατός, im Ggstz det Landheeres, πεζός, Her. 7, 99. 203. 8, 131; ναυτικὴ δύναμις, Plat. Legg. IV, 706 b, wie Pol. 1, 21, 4; τὸ ναυτικόν, die Seemacht, Flotte, Her. 7, 160, wie ἡ ναυτική, 161; Thuc. 1, 36; auch τὰ ναυτικά, Seemacht, 4, 75; Isocr. 4, 90; αἱ διὰ τὰ ναυτικὰ πόλεων δυνάμεις, Plat. Legg. IV, 707 a; Pol. 1, 59, 9; οἱ ναυτικοί, Matrosen, = ναῦται, 4, 41, 3, wie Thuc. 1, 18 u. A.; πόλεμος, Seekrieg, Andoc. 4, 12; – χρήματα ναυτικά, Lys. 32, 7, u. τὸ ναυτικόν allein, Seezins, auf Schiffe ausgeliehene Kapitalien, Bodmerei, Dem. 27, 11 (s. oben ἀμφοτερόπλουν, ἑτερόπλουν); u. adv., ναυτικῶς δανείζειν, sein Geld auf Bodmerei ausleihen, D. L. 7, 13.
-
2 σκάφος
σκάφος, τό, 1) das Graben; σκάφος οἰνέων, die rechte Zeit, Weinstöcke einzugraben oder zu behäufeln, Hes. O. 574, wo man mit veränderter Bdtg auch σκαφός hat schreiben wollen; – die Grube, bes. ein Wasserbehälter, Sp.; – das Grabscheit. – 2) jeder ausgehöhlte Körper; bes. Schiffsbauch, Schiff, ὑπτιοῠτο δὲ σκάφη νεῶν Aesch. Pers. 411, οὐδ' ἐπόντισε σκάφος Ag. 985; Suppl. 435; ναυτικὰ σκάφη, Soph. Ai. 1257; ἐν μέσῳ σκάφει ϑέντες σφε, Tr. 800; Ἀργοῠς σκάφος, Eur. Med. 1; πευκᾶεν, Androm. 864; auch ναὸς εἰςβήσω σκάφος, I. T. 742, vgl. Rhes. 392; πόντιον σκάφος, Troad. 1085; ἐκπλεύσας σκάφει, Ar. Ach. 515; auch τῆς πόλεως, Vesp. 29; Schiff Her. 7, 182; τὰ σκάφη τῶν νεῶν, Thuc. 1, 50; σκάφη κατάφρακτα, Pol. 16, 2, 10. – Bei Poll. 2, 85 die Höhlung des äußern Ohres.
-
3 ναυτικός
ναυτικός, das Schiff oder den Schiffer betreffend; πάντα ναυτικὸν λεών, das Schiffsvolk; ναυτικῶν τ' ἐρειπίων, Schiffstrümmer; ναυτικὰ σκάφη, Schiffe; ἡ ναυτική, sc. τέχνη, Schifffahrtskunde; τὸ ναυτικόν, die Seemacht, Flotte; auch τὰ ναυτικά, Seemacht; οἱ ναυτικοί, Matrosen; πόλεμος, Seekrieg; χρήματα ναυτικά, u. τὸ ναυτικόν allein: Seezins, auf Schiffe ausgeliehene Kapitalien, Bodmerei; adv., ναυτικῶς δανείζειν, sein Geld auf Bodmerei ausleihen -
4 πηδάω
πηδάω, ion. πηδέω, Her. 8, 118, fut. πηδήσομαι, springen, hüpfen; ποσσὶν ἐπήδα, Il. 21, 269; auch übertr. von leblosen Dingen, οὐκ ὀΐω χειρὸς ἄπο στιβαρῆς ἅλιον πηδῆσαι ἄκοντα, daß der Wurfspieß vergeblich aus der Hand gefahren, 14, 455; εἰς ναυτικὰ σκάφη, Soph. Ai. 1258, der es auch c. accus. vrbdt, εἰςιδὼν μόνον πηδῶντα πεδία, 30, durch die Ebene springen; u. übertr., τίς ὁ πηδήσας μείζονα δαίμων τῶν μακίστων πρὸς σῇ δυςδαίμονι μοίρᾳ, O. R. 1300; πηδᾶν δυςτυχῆ πηδήματα, Eur. Or. 263; Andr. 1140; λαιψηρὰ πηδᾷ, Ion 717; auch τροχοὶ ἐπήδων, Bacch. 1092; vom Herzen, schlagen, klopfen, Ar. Nub. 1374, wie Plat. Conv. 215 e; πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα, Phaedr. 251 d; Xen. u. Folgde überall.
См. также в других словарях:
ναυταθλητισμός — Ναυτικά αθλήματα με σκοπό την ψυχαγωγία ή τον ανταγωνισμό εκείνων που τα ασκούν. Πραγματοποιείται με σκάφη, είτε με ιστία (ιστιοδρομίες), είτε μηχανοκίνητα. Οι αγώνες ταχύπλοων σκαφών είναι σχετικά νέο άθλημα. Ο πρώτος αγώνας έγινε το 1903 στη… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με … Dictionary of Greek
κάσος — Νησί (66 τ. χλμ., 990 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους. Πρόκειται για το νοτιότερο νησί της Δωδεκανήσου. Βρίσκεται ΝΔ της Καρπάθου, από την οποία χωρίζεται με το στενό Κ. με πλάτος 7 χλμ. · απέχει 3 ναυτικά μίλια από την Κάρπαθο και 27 από την Κρήτη.… … Dictionary of Greek
ναυάγιο — Ολοκληρωτική απώλεια ενός πλοίου, που είτε εξαφανίζεται κάτω από τα κύματα είτε καταστρέφεται σε βαθμό που να μη μπορεί πια να επιδιορθωθεί. Κατά την αρχαιότητα και ιδιαίτερα έξω από τη Μεσόγειο, καθώς επίσης και κατά τον Μεσαίωνα, σε διάφορες… … Dictionary of Greek
σχοινί — Λέγεται και σκοινί. Ο όρος προέρχεται από το φυτό σχοίνος από το οποίο κατασκευάζουν σ. Σ. λέγεται και η αγχόνη, γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «άνθρωπος του σ. και του παλουκιού», δηλαδή κακοποιός άξιος απαγχονισμού και ανασκολοπισμού. Σήμερα… … Dictionary of Greek
Σενεγάλη — Κράτος της Δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Mαυριτανία, Α με το Mάλι και στα Ν με τη Γουινέα και την Γκάμπια. Στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό.H Σενεγάλη αντιστοιχεί στο ομώνυμο πρώην έδαφος της Δυτικής Γαλλικής Aφρικής (AOF), που… … Dictionary of Greek